Η
Δάφη έκλεισε το διαδίκτυο και κοίτταξε κουρασμένα την οθόνη, που τώρα
είχε πάρει ένα γαλαζοπράσινο χρώμα κι’έσβυνε σιγά σιγά. Τα μάτια της
έτσουζαν κι’είχε ένα ελαφρό κεφαλόπονο. Αποφάσισε να κάνει ένα
αρωματικό λουτρό με λεβάντα για να χαλαρώσει τα τεντωμένα νεύρα της
πρίν κοιμηθεί. Το χλιαρό νερό είχε ευεργέτική επίδραση πάνω στο
τεντωμένο μυϊκό της σύστημα και ο κεφαλόπονος άρχισε να υποχωρεί.
Βγήκε από το μπάνιο, τυλίχτηκε στην μεγάλη άσπρη πετσέτα της και μπήκε
στο υπνοδωμάτιο, πήγε κοντά στο παράθυρο για να κλείσει τις κουρτίνες,
όταν είδε την γυναίκα που γλυστρούσε σιγά σιγά στον τοίχο, κρατώντας
τον δεξιό της βραχίωνα με το αρστερό της χέρι . Το αίμα έτρεχε και
σχημάτιζε μαυριδερές κηλίδες πάνω στο πλακόστρωο της μεγάλης αυλής,
που βρισκότανε εμπρός στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμενε η
Δάφνη.
Η
γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της ψηλά σαν νάθελε να φωνάξει, αλλά κανένας
ήχος δεν ακούσθηκε. Ακουγότανε μόνο ο θόρυβος των αυτοκινήτων που
περνούσαν από την κεντρική λεωφόρο. Η Δάφνη στεκότανε εμπρός στο
παράθυρο, στη σκοτεινιά του υπνοδωματίου, σαν να είχε παγώσει και της
ήταν αδύνατο να κινηθεί. Η γυναίκα παταπάτησε και ήλθε λίγο πιο
κοντά. Η Δάφνη είδε τότε ότι ήταν νέα ψηλή και λεπτή με μακριά ξανθά
μαλλιά που έφθαναν μέχρι την μέση της. Ηταν αδύνατο να πεί κανείς αν
ήταν όμορφη η άσχημη, ο τρόμος είχε παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά της
και το στόμα της ήταν ανοιχτό σε μια άφωνη κραυγή. Φορούσε άσπρο
φόρεμα και άσπρα πέδιλα με ψηλά τακούνια, αλλά είχε χάσει το ένα και
κούτσαινε. Ο άντρας φάνηκε στη γωνιά του κτιρίου και μπήκε τρέχοντας
μέσα στην αυλή. Το μαχαίρι που κρατούσε ήταν πελώριο, η τουλάχιστον
έτσι το είδε η Δάφνη μέσα στον παγωμένο τρόμο της. Η γυναίκα τον
είδε και πρσπάθησε να τρέξει, αλλά αυτός μ’ένα μεγάλο πήδημα την
έφτασε και την άρπαξε απ’τα μαλλιά. Ακριβώς τότε η γυναίκα άρχισε να
ουρλιάζει. Ο ήχος σκαρφάλωσε από την αυλή προς τα πάνω πατώματα και μη
βρίσκοντας δρόμο να φύγει έμεινε σκαλωμένος εμπρός στο παράθυρο της
Δάφνης. Η γυναίκα προσπάθησε να τον χτυπήσει με τους αγκώνες της αλλά
εκείνος την στριφογύριζε κρατώντας την από τα μαλλιά. Κατάφερε να του
ξεφύγει και η Δάφνη είδε ότι κρατούσε στη χούφτα του μια ποσότητα από
τα μαλλια΄της που είχαν βγεί από τις ρίζες τους. Η γυναίκα προσπάθησε
να τρέξει κατά την άλλη κατεύθυνση αυτή φορά αλλά αυτός την πρόφθασε
και τη χτύπησε με το μαχαίρι μερικές φορές κάτω απ’το στήθος.. Το αίμα
ανάβλυσε ορμητικό κι’έβαψε πορφυρό το άσπρο φόρεμα. Προσπάθησε να
τρέξει ξανά, αλλά δεν τα κατάφερε κι’έπεσε μέσα στα παρτέρια με τα
λουλούδια. Η Δάφνη είδε το μαχαίρι ν’άστράφτει όπως ανεβοκατέβαινε
πάνω στην πεσμένη γυναίκα. Οι κραυγές της αντηχούσαν παράφωνα μέσα
στη νύχτα.
Φώτα
άναψαν σε μερικά σκοτεινά παράθυρα και μερικοί άνθρωποι παρουσιάσθηκαν
σαν σκιές. Μετά τα φώτα έσβυσαν αμέσως, αλλά οι άνθρωποι έμειναν εκεί,
στα σκοτεινά, παρακολουθώντας το φοβερό θέαμα. Κι’άλλα φώτα άναψαν
σ’άλλα κτίρια από απέναντι αλλά κι’αυτά έσβυσαν αμέσως. Η Δάφνη
προσπάθησε να φωνάξει, αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από το παγωμένο
λαρύγκι της. Ο άντρας ούρλιαζε τώρα σαν ένα απόκοσμο όν και το μαχαίρι
εξακολουθούσε ν’ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Η Δάφνη στεκότανε στη
σκοτεινιά, τυλιγμένη ακόμη στην πετσέτα του μπάνιου, έτρεμε ολόκληρη
και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια από τα μάτια της. Κοίτταξε γύρω και είδε
ότι και οι άλλοι στεκότανε ακόμη πίσω από τα σκοτεινά τους παράθυρα,
κοιττάζοντας κάτω, σαν να παράκολούθούσαν κάποια παράσταση. Τότε η
Δάφνη διαπίστωσε ξαφνικά, ότι ήταν μια από τους αμέτρητους μάρτυρες
που είχαν παρακολουθήσει την φοβερή σκηνή και όπως όλοι οι άλλοι,
κι’αυτή δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα για να σταμάτησει τη σφαγή.
Η
αυλή εμπρός στην είσοδο της πολυκατοικίας ήταν φωτισμένη από πολλές
στρογγυλές λάμπες που έριχναν ένα κιτρινωπό φώς, το οποίο γινότανε
εντονότερο κάτω από το φώς του φεγγαριού. Στο γύρω, υπήρχαν πολλά ψηλά
δέντρα. Η σκιά τους κρατούσε όλη την γύρω περιοχή σκοτεινή και μόνο
τα κίτρινα φώτα γύρω στην είσοδο φώτιζαν το φοβερό θέαμα, κάνοντας το
να μοιάζει σαν μια απόκοσμη κι’εφιάλτικη σκηνή όπου παιζότανε μια
φοβερή τραγωδία. Με θεατές, όλους αυτούς που παρακολουθούσαν πίσω από
τα κλειστά τους παράθυρα, μέσα στην όμορφη καλοκαιρινή νύχτα. Τότε η
Δάφνη σκέφθηκε με τρόμο, ότι και η ίδια της, μαζί με όλους τους άλλους
ενοίκους της περιοχής, παρακολουθούσε μια ανθρωποθυσία σε κάποιο
άγνωσο θεό. Τον Θεό της ασφάλτου. Η τον Θεό της Νέας Τάξης, η τον Θεό
της Μετατροπής. Ενα βάρβαρο και τρομακτικό θεό, που για να υπάρξει
χρειαζότανε αίμα. Πολύ αίμα.
Από
την κεντρική λεωφόρο, άρχισαν ν’ακούγονται οι σειρήνες των αυτοκινήτων
της αστυνομίας και των ασθενιφόρων. Κάποιος πρέπει να είχε τηλεφωνήσει
επιτέλους, αν και τώρα ήταν πολύ αργά πια, οι κραυγές της γυναίκας
είχαν σβύσει σιγά, σιγά. Η Δάφνη έκανε μια κίνηση για να βγεί από το
δωμάτιο της, να κατέβει τις σκάλες και να βγεί στην είσοδο. Ισως
μπορούσε να κάνει κάτι, ίσως δεν ήταν πολύ αργά. Μετά όμως σκέφθηκε
ότι δεν είχε την πολυτέλεια να χάνει χρόνο. Ηταν ήδη περασμένα
μεσάνυχτα. Επρεπε να ξυπνήσει πρωΐ πρωΐ για να πάει στην δουλειά της,
όπου την περίμενε μια φοβερά δύσκολη μέρα. Εκλεισε τις κουρτίνες του
παραθύρου της και πήγε να κοιμηθεί.
Εξω
η νύχτα ήταν κατακάθαρη και ζεστή. Δεν έκανε πολλή ζέστη, ήταν μια
τέλεια θερμοκρασία και είχε πανσέληνο.
Πόπη Αναστασιάδη Μαλλιάνου.
