Ο ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ

Τα φώτα
του σταδίου πλημμύριζαν τις κερκίδες όπου καθόταν ο
κόσμος με αγωνία περιμένοντας να βγει η Εθνική ομάδα
μαζί με τον τερματοφύλακα της, τον Τζόσουα.
Τρεις
μεγάλες οθόνες ήταν τοποθετημένες γύρω από το στάδιο,
έτσι, όλοι να βλέπουν καθαρά τους παίχτες. Να, να
βγαίνουν και ο κόσμος φωνάζει χειροκροτεί και το όνομα
του Τζόσουα ακούγεται παντού. Εκεί που θαύμαζα την
κορμοστασιά του κάτι με κτύπησε στα πόδια και
τινάχτηκα. Ήταν ο Τζόσουα που μου έφερε τη μπάλα. Ο
Τζόσουα είναι γεννημένος ποδοσφαιριστής. Μόλις σε δει
θα σου φέρει τη μπάλα .
Κάνει
πως σου τη δίνει να τη κλωτσίσεις και μόλις κουνηθείς
σου δίνει μια τρικλοποδιά και την κρατά με πονηριά
κοντά του. Άμα δεν του δώσεις σημασία τη σπρώχνει κατά
το μέρος σου και σε κοιτάζει αμίλητος στα μάτια και
περιμένει. Μόλις την κλωτσίσεις τρέχει με δύναμη και
την αρπάζει στον αέρα. Την φέρνει πίσω και πάλι το βιολί
του. Η ευλυγισία του δεν λέγεται. Έχει σοκολατένιο
σώμα, παράστημα, ματιά και περπάτημα μεγάλου
ποδοσφαριστή. Μ' έχει τρελλάνει με την εξυπνάδα του
και τα καμώματά του. Σκέφτομαι να τον φωτογραφίσω και να
στείλω την φωτογραφία του σε κανέναν σταθμό τηλεοράσεως,
σ'
αυτούς που ασχολούνται με τα νέα ταλέντα, να τον δουν,
να τον θαυμάσουν και ποιος ξέρει μπορεί να τον πάρουν
να παίξει κι αυτός στην Εθνική ομάδα Τότε όλος ο κόσμος
θα τον θαυμάζει , θα τον χειροκροτεί και το όνομά του θα
φτάσει στα πέρατα της γης. Τέτοιο ταλέντο δεν μαθαίνεται
φυσικά. Είναι έμφυτο. Ποιος θα καθόταν να μάθει τον
Τζόσουα, ποδόσφαιρο; Κανείς. Ποιος του έδειξε, να
πιάνει την μπάλα με τέτοια δεξιοτεχνία; Κανείς. Έχει
και τον πιστό του φίλο, τον Τσάρλη που τον ακολουθεί
όπου και να πάει και περιμένει και κείνος να πιάσει
καμιά πάσα, αλλά ο Τζόσουα θέλει την μπάλα μόνον για
τον εαυτόν του. Είναι εγωϊστής, δεν θέλει ο φίλος του
να συμμετέχει στη δόξα του, δεν θέλει να μοιραστεί την
μπάλα του.
Αυτό
με στενοχωρεί γιατί ο καϋμένος ο Τσάρλη περιμένει με
υπομονή κάποια στιγμή
ν'
αγγίξει κι αυτός τη μπάλα. Τον θαυμάζει τον Τζόσουα και
τον αγαπά και δεν τον πειράζει που πολλές φορές του
παίρνει το φαγητό από το στόμα..
«Ντροπή σου, λέω στον Τζόσουα, πρέπει να είσαι δίκαιος
και όχι εγωκεντρικός. Να μεταχειρίζεσαι τον φίλο σου,
σαν αδελφό. Κι αυτός μπορεί να παίξει μπάλα..» Με
κοιτάζει με τα μαύρα του μάτια και μου δείχνει
προκλητικά τη μπάλα, σαν να μου λέει εμένα με νοιάζει η
μπάλα και είναι δική μου, εσύ τι φωνάζεις;
Δεν με
βλέπουν συχνά, αλλά άμα τους κάνω επίσκεψη τους φέρνω
λυχουδιές και μ’ αγαπάνε.. Δυο μέρες πριν το Πάσχα που
πήγα να τους επισκεφτώ και να γιορτάσουμε μαζί, να δείτε
τι χαρές που κάνανε και οι δυο..
«Γεια
σου ποδοσφαιριστή μου, λέω του Τζόσουα που είναι πιο
διαχυτικός από τον άλλον κι αυτός δεν χάνει την ευκαιρία
και τρέχει να μου φέρει τη μπάλα...
Ο
Τζόσουα, ο σοκολατένιος που κοίταζε καμιά δεκαριά
πρόβατα, επροπονείτο στο τρέξιμο, έκοβε δεξιά και
απότομα προς τ'αριστερά κι έτσι έβαζε κάποια σειρά στα
πρόβατα που του τα είχε εμπιστευτεί το αφεντικό του.
Μια μέρα ανακάλυψε μια μπάλα κι άρχισε να παίζει, την
έφερνε μπροστά μου για να την κλωτσίσω κι αυτός να
τρέχει να την πιάνει και να την ξαναφέρνει. Από τότε
είπε στα πρόβατά του το έχε γεια......
Ο
Τζόσουα έχει τέτοια αντοχή που δεν λογαριάζει την δική
σου. Τον κοιτάζω με θαυμασμό και οραματίζουμαι τον
Τζόσουα τερματοφύλακα της Εθνικής Αυστραλίας.
«Αν είσαι τυχερός του λέω θα σε πάω στο Χόλλιγουντ. Λες
και καταλαβαίνει τι του λέω, πηδάει επάνω μου χαρούμενος
και τρέχει να φέρει τη μπάλα του. Τώρα τελευταία κάνει
και κάτι άλλο παράξενο, φέρνει μερικές βόλτες γύρω γύρω,
γαυγίζει και κουνάει την ουρά του. Μου φαίνεται ότι
έχει κι άλλο ταλέντο. Τον κοιτάζω καθώς φέρνει τις
στροφές και σκέφτομαι, καλά ποιος τον έμαθε να χορεύει
ζεμπέκικο;
Θέκλα
Σκαρσέλλα
|
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ
ΚΥΚΛΟΣ
Για
πολύ καιρό ζούσα μέσα στο σκοτάδι, μες την υγρασία.
Άκουγα συχνά κάτι θορύβους που δεν τους καταλάβαινα και
με τρομάζανε.
Η ζωή
μου ήταν περιτυλιγμένη σ’ ένα θερμό, πυκτό υγρό κι έτσι
γλυστρούσα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη.
Τότε
αναγκαζόμουνα να τεντώνω τα πόδια μου για να σταματήσω
αυτή την κυκλική γύρα, που μ’ έκανε να αισθάνουμε μια
ζαλάδα, μια κούραση.
Εξαιτίας του υγρού τα μάτια μου ήταν κλειστά κι έτσι
ζούσα στο σκοτάδι. Προσπαθούσα με αγωνία να βγω στο φως
αλλά αυτό αργούσε.
Κάποτε
το έρριχνα στον ύπνο αλλά όταν ήταν να ξυπνήσω
πεταγόμουνα απότομα. Μια μέρα δεν άντεξα κι
επαναστάτησα ήθελα να βγω από αυτό σκοτάδι. Άρχισα να
σπρώχνω προς τα έξω αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο.
Μια
πήγαινα προς τα μπρος , μια προς τα πίσω. Άκουγα φωνές
και βογγητά.
Η μάνα
μου – όπως έμαθα αργότερα - έσπρωχνε, φώναζε, δεν με
ήθελε κι αυτή εκεί μέσα που είχα στριμωχτεί για εννέα
ολόκληρους μήνες. Όταν κατώρθωσα να βγω ανάπνευσα με
ανακούφιση αλλά έφαγα το πρώτο μου ξύλο κι άρχισα να
κλαίω. Άκουσα πολλές φωνές και η μάνα μου έκανε χαρές
πολλές. Δεν κατάλαβα τότε αφού έκαναν χαρές γιατί με
δείρανε.
Φυσικά
το έμαθα αργότερα. Το κάνανε για να μου δώσουν δύναμη
και ζωή.
Έτσι
όταν μεγάλωνα σιγά – σιγά κι έκανα μαύρη τη ζωή της
μάνας μου από τις αταξίες, τότε η λουρίδα έπεφτε στον
κόλο μου και πότε οι καρπαζιές στο κεφάλι μου.
Φυσικά
αντιδρούσα στον τρόπο τους αλλά σκεφτόμουνα της μάνας
μου
τα
λόγια που μου είπε την πρώτη φορά ότι με κτύπησαν για
να μου δώσουνε δύναμη και ζωή.
Έτσι
δεν με πολυένοιαζε το ξύλο. Το συνήθισα εδώ που τα λέμε
και η μάνα μ’ έδερνε και γω δυνάμωνα. Όσπου μια μέρα
είπα φτάνει, μεγάλωσα κι έχω δυναμώσει αρκετά, δεν
χρειάζεται το ξύλο. Ότι έγινα, έγινα Έτσι σταμάτησαν
να με δέρνουν.
Έβλεπα
τη ζωή όπως ήταν η μέρα και η νύχτα. Αυτά είναι
συνδιασμένα με τη ζωή. Άσχετα αν ο κόσμος έκανε φώτα
και μένει ξύπνιος και το βράδυ.
Η μέρα
είναι για να βλέπεις, να δουλεύεις, να χαίρεσαι τη φύση.
Να βλέπεις
τον
γαλάζιο ουρανό, τον ήλιο, τους ανθρώπους , τα
λουλούδια. Χαίρεσαι
το φως
της ζωής και μπορείς να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά
της.
Το
σκοτάδι είναι για να αναπαύεσαι και να κοιμάσαι έτσι να
μη φοβάσαι, αλλά ούτε και τα προβλήματα να θυμάσαι. Η
σελήνη και τ’ αστέρια φέρνουν κι αυτά τη χαρά. Είναι
θαύμα να τα βλέπεις αλλά πάλι γίνονται όλα τόσο
μελαγχολικά και φοβάσαι τα κακά, τα σκοτεινά.
Ό, τι
και να λέμε το σκοτάδι είναι να κλείνεις τα μάτια σου
και να ξεχνάς το φόβο σου. Σήμερα φυσικά έχεις και το
τεχνητό φως, την τηλεόραση και πολλές φορές χάνεις
την ημέρα, γιατί κοιμάσαι και χάνεις την ευκαιρία να
απολαύσεις όσο ζεις πιο τακτικά, αυτό το φως.
Φυσικά
πριν κι εγώ καταλάβω την αξία του φωτός έμαθα να κάνω
βουτιές στο νερό, μούσκευα τα βρακιά μου και μετά που
με άλλαζαν αισθανόμουνα ωραία. Έτσι έμαθα ότι έπρεπε να
κλαίω για να με αλλάξουν, να κλαίω για να φάω, να κλαίω
για να με πάρουν στην αγκαλιά τους.
Η
κούνια ήταν το πιο βαρετό μέρος, αν δεν έκλαιγα μπορούσα
να την περάσω στην απραξία για πολλές ώρες. Όλη μέρα
έπρεπε να κάθομαι ανάσκελα, να βλέπω
το
ταβάνι και τις μύγες που όταν κολλούσαν στη μύτη μου και
δεν μπορούσα να τις διώξω τότε άρχιζα να κλαίω, μήπως
και με ακούσει κάποιος να με σώσει διώχνοντας τις μύγες
ή να μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του για να ξεμουδιάσω
λίγο.
Η
αγκαλιά ήταν το καλύτερο πράγμα. Έπαιρνα χάιδια και
φιλιά και όλοι συζητούσαν για μένα. Άμα το παραξύλωνα
έτρωγα και μερικές βρισιές και μερικές φορές μ’ αφήνανε
να κλαίω όσπου να κουραστώ και να κοιμηθώ.. Δύσκολη η
ζωή, δεν μπορείς να τα θέλεις όλα, σκεφτόμουνα. Έκανα
όμως χαρές, όταν όλοι παίζανε μαζί μου. Το μεσημέρι
κοιμόμουνα στα σκοτεινά και το βράδυ μόνο όταν έκλαιγα
μου βάζανε ένα μικρό φωτάκι.
Πέρασαν τα χρόνια και πότε η ζωή ήταν με γέλια και
χαρές, όλο φως και πότε με λύπες και κινδύνους. Ήθελα
πάλι να ήμουνα ξανά μωρό. Παράξενο πράγμα όμως.
Μεγάλωσα και με τη σειρά μου έκανα κι εγώ μωρά.
Τότε
κατάλαβα τα αισθήματα της μάνας μου. Τότε κατάλαβα και
την αγάπη της. Τότε κατάλαβα και την αξία του ξύλου που
έτρωγα.
Τώρα
κατάλαβα πως κι αυτή ήθελε πάλι να ξαναγυρίσει στο
σκοτάδι για να ησυχάσει από τις αρρώστιες που φέρνει η
ζωή, μέσα στο φως και το σκοτάδι.
Σαν
την πεταλουδίτσα είναι η ζωή. Βγαίνει από το σκοτεινό
της κουκούλι κάνει χαρές που βλέπει τον ήλιο τα
λουλούδια κι όμως έρχεται κι αυτηνής η ώρα να πάει πάλι
πίσω στο αιώνιο σκοτάδι...
Κοιτούσα τη μάνα μου κι έκλαιγα γιατί θα πήγαινε στο
σκοτάδι, όταν την άκουσα να μου λέει: Βγαίνω από το
σκοτάδι και βλέπω φως τι ωραίο φως γαλάζιο, λαμπρό...
Έτσι αποτελείωσε τη φράση της και σχεδόν χαμογελώντας
παρέδωσε την ψυχή της στο Αρχάγγελο.
Έκλαιγα και σκεφτόμουνα ότι το φως είναι συνδεδεμένο με
το σκοτάδι.
Το
βλέπουμε αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. Ποιος ξέρει πότε
θα ξαναμπώ στο σκοτάδι. Ίσως να υπάρχει και το φως που
είδε την τελευταία στιγμή η μάνα μου...
Θέκλα
Σκαρσέλλα
Campbellfield
2008
|