\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            



GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 


 

 

 

Κάθε φωτογραφία και μια ιστορία..

Η Άννα σε λίγες μέρες θα πάρει το πτυχίο της και θα αρχίσει να ψάχνει σχολεία, για  να εργαστεί. Έγινε δασκάλα, όπως ονειρευόταν από μικρή. Τι γρήγορα που κυλάει ο χρόνος! Ούτε που κατάλαβε πότε πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια στο Πανεπιστήμιο! Μετά την ορκωμοσία της θα αρραβωνιαστεί τον Γιώργο, τον συμμαθητή της από το Ελληνικό σχολείο.

 Χθες αποχαιρέτισε για πάντα τον αγαπημένο της παππού. Η Άννα είναι πολύ στενοχωρημένη. Δεν θα είναι πλέον δίπλα της, στις  χαρές και στις λύπες της. Τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε πολύ. Η απουσία του παππού από  την τελετή απονομής του πτυχίου της και από τον αρραβώνα της, θα είναι μεγάλη, της κόστισε πολύ. 

Σήμερα έμεινε μόνη στο δωμάτιό της. Ήθελε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη και να αναπολήσει τα παλιά. Πήρε το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες κι άρχισε να τις κοιτάζει. Συγκινήθηκε. Κάθε φωτογραφία και μια ιστορία...

Η Άννα κρατώντας στα χέρια της μια φωτογραφία, με τον παππού να βρίσκεται στον κήπο του με τα πολλά οπωροφόρα δέντρα και τα διάφορα κατοικίδια ζώα, αρχίζει να αναπολεί...

 «Άννα μου, ήρθα στην Αυστραλία το 1960 με το καράβι «Πατρίς».  Ήμουν είκοσι χρόνων. Ταξίδεψα 31 μέρες, για να φτάσω από τον Πειραιά στη Μελβούρνη. Πριν κατέβω απ’ το «Πατρίς»  φόρεσα το κουστούμι, το μοναδικό φυσικά κι αυτό με δανεικά το είχα πάρει. Όταν έφτασα στο λιμάνι της Μελβούρνης, δεν είχα πού να μείνω. Μας έβαλαν σ’ ένα λεωφορείο μαζί με άλλους μετανάστες και μας πήγαν στη Μπονεγκίλα. Εκεί τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το Κέντρο Υποδοχής δεν ήταν, όπως το φανταζόμουν. Περίμενα να βρω ένα όμορφο κτίριο με ωραίους κήπους, αλλά ο χώρος αυτός ήταν γεμάτος παράγκες και περιτριγυρισμένος με συρματοπλέγματα.  Ήταν ένας στρατώνας εγκαταλειμμένος που τον είχαν μετατρέψει σε χώρο υποδοχής για τους μετανάστες, που δεν είχαν φίλους ή συγγενείς στην Αυστραλία, να τους «φιλοξενήσουν» τον πρώτο καιρό. Μια φορά μας μαγείρεψαν φασολάδα. Νερόβραστη και εντελώς άγευστη, αλλά τι να κάναμε, τη φάγαμε, γιατί πεινούσαμε. Είχε πολύ σκόνη και πολύ κόσμο.

Στην Μπονεγκίλα υπήρχε ημερήσιο πρόγραμμα. Το πρωί  ξυπνούσαμε νωρίς, τρώγαμε πρωινό και μετά κάναμε μαθήματα αγγλικών. Ύστερα περνούσαν εργοδότες, για να μας πάρουν στη Μελβούρνη για δουλειά.

Εκεί έμεινα τρεις εβδομάδες . Ήμουν τυχερός, γιατί βρήκα δουλειά σε ένα εργοστάσιο, που έφτιαχνε πλαστικά αντικείμενα. Δούλευα δωδεκάωρα. Νοίκιασα ένα δωμάτιο με τρεις άλλους, που φύγαμε μαζί από τη Μπονεγκίλα. Έπειτα γνώρισα  τη γιαγιά σου. Ήταν δεκαοκτώ χρόνων και έμενε σε ένα θείο της. Παντρευτήκαμε σε ένα χρόνο. Εγώ ήμουν είκοσι ένα και η γιαγιά δεκαεννέα. Δεν κάναμε αμέσως  παιδιά, γιατί θέλαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και να μεγαλώσουμε εκεί τα παιδιά μας.  Δουλέψαμε πολύ σκληρά και κάναμε μεγάλη οικονομία κι έτσι αγοράσαμε το σπίτι μας στη Μελβούρνη και ένα σπίτι στη Ρόδο, για να έχουμε το δικό μας σπίτι, όταν θα επιστρέφαμε στην Ελλάδα. 

Μετά από δέκα χρόνια γεννήθηκαν οι κόρες μας, η μητέρα σου και η θεία σου. Η ευτυχία μας συμπληρώθηκε. Τελικά το όνειρο της επιστροφής ήταν δύσκολο να εκπληρωθεί και έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε μόνιμα στη Μελβούρνη. Είχαμε ήδη ριζώσει εδώ. Είχαμε φτιάξει την οικογένειά μας, το σπίτι μας, τη δουλειά μας.»   

 

Η Άννα χαμογελάει, καθώς σκέφτεται τις ιστορίες που τις έλεγε ο παππούς της στο παγκάκι στην πίσω αυλή.

«-  Στην Ελλάδα, Άννα, καθόμασταν στο  μπροστινό μέρος της αυλής κι όχι πίσω. Γνωρίζαμε τους ανθρώπους που περνούσαν από τον δρόμο, τους χαιρετούσαμε και πιάναμε κουβέντα μαζί τους. Πολλές φορές τους καλούσαμε για ένα κέρασμα ή καφέ.»

 Ο παππούς  αγαπούσε πολύ την πατρίδα του και τους συμπατριώτες του που είχαν έρθει εδώ τη δεκαετία του ΄50 και μετέπειτα. Μας άρεσε να τον ακούμε να εξιστορεί διάφορες  ιστορίες από το καράβι, από τα εργοστάσια και για το ρατσισμό που υπήρχε. Κι όταν δεν ήξερε κάποιες λέξεις στα αγγλικά, προσπαθούσε να μας τις εξηγήσει με χειρονομίες και παντομίμα. Ήταν πολύ αστείος! Εμείς τον πειράζαμε και δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας με τις λέξεις που δεν ήξερε να τις προφέρει καλά στα αγγλικά.

«- Άννα μου, οι Έλληνες μετανάστες δημιούργησαν πολλά στη Μελβούρνη. Έβαλαν γερά θεμέλια για τις επόμενες γενεές των Ελλήνων. Ίδρυσαν κοινότητες, έκτισαν σχολεία και εκκλησίες. Πήραν μέρος στην πολιτική, έγιναν βουλευτές, επιστήμονες, τεχνίτες, μπήκαν στα συνδικάτα και αγωνίστηκαν για καλύτερα δικαιώματα. Στο χέρι σας είναι εσείς να γίνετε καλύτεροι συνεχιστές.»

Η Άννα χαμογελούσε και του έλεγε ότι θα συνεχίσει όλες τις ελληνικές παραδόσεις, που έμαθε από την οικογένειά της. Του υποσχέθηκε ακόμη ότι θα έχει ενεργό ρόλο στην ελληνική κοινότητα για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

«- Άννα μου, να σέβεσαι τους ηλικιωμένους μετανάστες και να τους έχεις λαμπρό παράδειγμα στη ζωή σου. Ήταν νέοι, όταν ήρθαν σε μια ξένη  χώρα, με διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα. Πέρασαν δύσκολα, αλλά κατάφεραν να ορθοποδήσουν και να ζήσουν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους. Στην αρχή πίστευαν ότι μετά από λίγα χρόνια θα επέστρεφαν πίσω στην Ελλάδα.  Άλλαξαν αναγκαστικά τους στόχους και ρίζωσαν στην Αυστραλία. Δεν ξέχασαν όμως τους συγγενείς τους στην Ελλάδα. Έστελναν τακτικά  χρήματα στους γονείς τους και πολλές φωτογραφίες, για να βλέπουν πως περνούσαν στην καινούργια τους πατρίδα.»

Ο παππούς δεν πρόλαβε να την δει με το πτυχίο στο χέρι της. Καθώς σκέφτεται όλα αυτά, ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό της.

«-Θα σε θυμάμαι για πάντα παππούλη μου.»  Ψιθύρισε η Άννα στη φωτογραφία.

Πήρε μία άλλη φωτογραφία με τη βάφτιση των αδερφών της. Τα δίδυμα, όπως όλοι τα φωνάζουν, είναι δώδεκα χρόνων, και παρακολουθούν  το Ελληνικό σχολείο κάθε Σάββατο, όπως έκανε και η Άννα. Επίσης παίζουν ποδόσφαιρο κι έχουν προπονητή τον Γιώργο. Τα αδέρφια της αγαπούν πολύ τη γιαγιά. Την επισκέπτονται συχνά και μαγειρεύουν μαζί  ελληνικά φαγητά, παστίτσιο, μουσακά, κεφτέδες και τηγανητές πατάτες με ρίγανη. Η γιαγιά έχει πάντα στο σπίτι της για κέρασμα  γλυκό του κουταλιού με διάφορα φρούτα από τον κήπο της και σπιτική λεμονάδα ή πορτοκαλάδα, που φτιάχνει η ίδια με τα χέρια της.

 Η γιαγιά χάρηκε πολύ, που η Άννα τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές της. Θα παραβρεθεί επίσης στην τελετή απονομής του πτυχίου της  και θα της χαρίσει μια ωραία ανθοδέσμη και ένα χρυσό βραχιόλι, που είναι κειμήλιο από τη δική της γιαγιά. Η Άννα ευχήθηκε να κάνει πολλά παιδιά με το Γιώργο και ίσως μια μέρα και αυτή με τη σειρά της να αξιωθεί να το δώσει στη δική της κόρη ή στην εγγονή.

 

Η επόμενη ήταν μια φωτογραφία από τους «Αντίποδες», το Ελληνικό πανηγύρι, που γίνεται κάθε χρόνο στο κέντρο της Μελβούρνης με μεγάλη επιτυχία. Η Άννα με το Γιώργο, την Ελένη και άλλους συμμαθητές τους συμμετείχαν εκείνη τη χρονιά στο Φεστιβάλ χορεύοντας Ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς στην εξέδρα.

 Η αγαπημένη της φίλη, η Ελένη, ζει τώρα στην Αδελαίδα και θα είναι η κουμπάρα τους. Παρόλο που ζουν σε διαφορετικές πόλεις, η φιλία τους διατηρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια, γιατί είχε γερές βάσεις. Άλλωστε επικοινωνούν συχνά μεταξύ τους, λένε τα νέα τους και αναπολούν τα περασμένα. Θυμούνται τις ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές τους, τα παιχνίδια τους, τις βόλτες με τα ποδήλατα στο πάρκο, τις εξερευνήσεις τους στη θάλασσα, τις γιορτές στο αγγλικό και ελληνικό σχολείο.

Μια φωτογραφία γλιστράει από τα χέρια της και πέφτει στο πάτωμα. Ήταν ο Γιώργος με την Άννα, που έλεγαν έναν ποίημα στο Ελληνικό σχολείο για την 25η Μαρτίου. Στην εκδήλωση ήταν  παρών και ο Έλληνας πρόξενος. Για να μπορέσουν να απαγγείλουν το ποίημα σωστά και να δώσουν το κατάλληλο χρώμα στη φωνή τους, είχαν κάνει πολλές φορές εξάσκηση. Ο παππούς συνέχεια τους διόρθωνε: «Άννα, δεν το είπες καλά σε αυτό το σημείο. Γιώργο, να το ξαναπείς πιο δυνατά και πιο καθαρά».

Η άλλη φωτογραφία έδειχνε τη γιαγιά της φορτωμένη με δώρα και κεράσματα. Κάθε Μεγάλη Πέμπτη το πρωί η Άννα και τα δίδυμα  κοινωνούσαν στην εκκλησία κι έπειτα πήγαιναν στο σπίτι της γιαγιάς, για να βάψουν τα Πασχαλινά αυγά. Το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης  η γιαγιά ερχόταν στο σπίτι τους και τους έφερνε τα κουλουράκια, τα κόκκινα αυγά, τα τσουρέκια και νηστίσιμες λιχουδιές. Μετά πήγαιναν όλοι μαζί στην Εκκλησία για τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Η γιαγιά με την Άννα ήδη είχαν φτιάξει ένα στεφάνι με τριαντάφυλλα του κήπου για να τα αφήσουν στον Εσταυρωμένο.

Η γιαγιά και ο παππούς ήταν άνθρωποι της προσφοράς, γεμάτοι καλωσύνη και αγάπη για όλους. Αυτή την αγάπη την ένιωθαν και οι φίλοι της, η Ελένη και ο Γιώργος. Όταν πήγαιναν στο σπίτι της, περνούσαν όμορφα και άκουγαν τις συμβουλές του παππού με προσοχή. Ο παππούς τους μιλούσε για την αξία της φιλίας και τον καθημερινό αγώνα της ζωής. Τους συμβούλευε να μην τα παρατούν στην πρώτη δυσκολία, αλλά να αγωνίζονται.

Η Άννα ένιωθε πολύ τυχερή που μεγάλωσε σε μια τέτοια οικογένεια με αρχές και αγάπη. Είχε πάντα την υποστήριξή τους. Όταν η μητέρα της δεν ήταν στο σπίτι, η γιαγιά της την έκανε παρέα. Μαζί έφτιαχναν φαγητά και γλυκά.

Μια μέρα γύρισε στενοχωρημένη από το ελληνικό σχολείο, γιατί είχε ακούσει για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Το 1922 αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους και να έρθουν στην Ελλάδα, γιατί κινδύνευε η ζωή τους. Στην αρχή είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα, τη φτώχια, τις αρρώστιες, την πείνα, αλλά και την εχθρότητα των ντόπιων που τους έβλεπαν ανταγωνιστικά. Σιγά σιγά όμως κατάφεραν να τα ξεπεράσουν, να συνεργαστούν αρμονικά με τους ντόπιους και να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους.

 Η Άννα αφού διάβασε ιστορικά βιβλία, που αναφέρονται στη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών Τουρκίας και Ελλάδας, συζήτησε με τον παππού της για το πόσο καταστροφικοί είναι οι πόλεμοι και ευχήθηκαν ειρήνη για όλο τον κόσμο. Γιατί και σήμερα δυστυχώς γίνονται πόλεμοι και υπάρχουν χιλιάδες πρόσφυγες σε πολλές περιοχές της γης. Έμαθε και για τους πρόσφυγες της Κύπρου. Ο παππούς της έλεγε: «Το 1974 δεν πρέπει να το Ξεχνάμε. Πάντα να θυμάσαι Άννα την εισβολή και τις καταστροφές που άφησε πίσω της. Δεν Ξεχνάμε τους αγνοούμενους, τους πεσόντες, τους εγκλωβισμένους, τους πρόσφυγες και την κατεχόμενη Κύπρο».

 Ο παππούς χαιρόταν, όταν άκουγε την Άννα να εκφράζει τις σκέψεις της και να υπερασπίζεται το δίκαιο. Χαμογελούσε κι έλεγε: «Μπράβο, Άννα, μου μοιάζεις!».

Η Άννα είχε διαφωνήσει παλαιότερα με τον Γιώργο για τη χρησιμότητα της Ελληνικής γλώσσας. Ο Γιώργος της έλεγε ότι δεν χρειάζεται να μάθουν Ελληνικά, αφού ζούνε σε μια χώρα που όλοι μιλούν αγγλικά, που είναι και διεθνής γλώσσα. Η Άννα όμως υποστήριζε ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε την καταγωγή μας και τη γλώσσα των προγόνων μας.

 Ο Γιώργος καθώς μεγάλωνε, άρχισε να συμφωνεί με την Άννα. Ένιωθε υπερήφανος για την Ελληνική του καταγωγή και έμαθε να μιλάει Ελληνικά.

Η Άννα τώρα κρατούσε τη φωτογραφία του Γιώργου, που χόρευε μαζί της σε ένα πάρτι του σχολείου της. Σ’ εκείνο το πάρτι ο Γιώργος της εκμυστηρεύτηκε ότι την αγαπούσε πολύ και τη θαύμαζε. Της είπε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη ζωή του και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Μαζί της γνώρισε και αγάπησε την Ελληνική ιστορία και τον Ελληνικό πολιτισμό.

Έμαθε να βάζει στόχους στη ζωή του και ν΄ αγωνίζεται να τους πετύχει. Η Άννα σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού, χαμογέλασε στη φωτογραφία και την έβαλε σε μία μικρή κορνίζα στο κομοδίνο της. Συνέχισε να χορεύει...

 


ΝΙΚΗ ΦΑΡΦΑΡΑ ΠΑΣΧΟΥ

 

Reproduced with the permission of the Author

 


 

 

ΝΙΚΗ ΦΑΡΦΑΡΑ ΠΑΣΧΟΥ
Βιογραφικό

Γεννήθηκε στην Κύπρο και, μετά την Τουρκική εισβολή, μετανάστευσε με την οικογένειά της στην Αυστραλία. Μετά τις σπουδές της διορίστηκε και συνεχίζει να διδάσκει στο Αυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα. Παράλληλα, διδάσκει την ελληνική γλώσσα στα Παροικιακά σχολεία. Πιστεύει ότι, παρά τις αντίξοες συνθήκες που υπάρχουν εδώ, έχουμε υποχρέωση να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό των προγόνων μας. Με την ελληνική γλώσσα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει εκφράστηκαν τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ανθρώπινης νόησης. Έχουμε υποχρέωση να το μεταφέρουμε αυτό σε όλους τους μαθητές μας.



 
 

 

 

 

 

 

 


Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info